Σημαντικότατο πρόβλημα δημιουργήθηκε στο τέλος του 2019 σε περίπου 70000 συνταξιούχους, στους οποίους βεβαιώθηκαν οφειλές για την είσπραξη αναδρομικών το 2014. Οι αρχικοί διθύραμβοι της κυβέρνησης για “χτύπημα κατά της φοροδιαφυγής”, έγιναν τελικά βραχνάς για το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς σήμερα, 5 και πλέον μήνες από την ημέρα που έλαβαν γνώση της οφειλής τους, οι περίπου 70.000 συνταξιούχοι (οι φοροφυγάδες τους οποίους υποτίθεται ότι ανακάλυψε η κυβέρνηση) βρίσκονται σε μια ιδιότυπη ομηρία, καθώς περιμένουν ακόμη από το Υπουργείο Οικονομικών νομοθετική ρύθμιση, ορισμένοι για απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση (αφού τα ποσά είχαν κανονικά δηλωθεί από αυτούς) και οι υπόλοιποι για απαλλαγή από τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις. Σε αυτό τουλάχιστον έχει δεσμευθεί το Υπουργείο με ανακοίνωσή του στις 21 Φεβρουαρίου.
Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του Μάριου Χριστοδούλου στην ΕΦΣΥΝ τις 02.06.2020 με τίτλο “Eμπλοκή με τα αδήλωτα αναδρομικά”, το Υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς αδυνατούν να βρουν την κατάλληλη νομική φόρμουλα, μιας και θα πρέπει να ξεπεραστούν δύο κρίσιμα εμπόδια, τα οποία είχαμε εντοπίσει με δημόσιες παρεμβάσεις μας από καιρό:
1. Οι φόροι που βεβαιώθηκαν αφορούν παραγεγραμμένες χρήσεις. 2. Τα ποσά των φόρων που έχουν βεβαιωθεί από τα αδήλωτα αναδρομικά έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2019, ο οποίος έκλεισε τον Φεβρουάριο του 2020.
Επιπλέον, το Υπουργείο φαίνεται να μην έχει εντοπίσει ένα ακόμη ζήτημα: σε κάποιες περιπτώσεις η απονομή της σύνταξης καθυστέρησε σημαντικά, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν τα έτη 2010, 2011, 2012 και 2013, (εν μέσω της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων), με αποτέλεσμα ορισμένοι συνταξιούχοι να φορολογηθούν βάσει τεκμηρίων λόγω έλλειψης εισοδημάτων, και επομένως να πρέπει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 42 ν.4174/13, να τύχουν επιστροφής φόρου ή να πρέπει να γίνει συμψηφισμός των φόρων που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν με μεταγενέστερες οφειλές τους… Και φυσικά οι αποδοχές αυτές θα πρέπει να φορολογηθούν στο έτος που ανάγονται, όπως αναφέρεται στο αρχείο που είχε αποσταλεί από τα ταμεία βάσει της ΠΟΛ.1033/14.
Οφείλουμε να επισημάνουμε επιπρόσθετα, ότι σύμφωνα με όσα φαίνεται να έγιναν τον Δεκέμβριο του 2019, οι συγκεκριμένες υποθέσεις δεν ακολούθησαν την κανονική διαδικασία του ελέγχου, αλλά αντιμετωπίστηκαν σωρευτικά και οριζόντια, οδηγώντας τελικά σε αυτόν το γόρδιο δεσμό. Αυτό προκύπτει τόσο από οδηγίες που στάλθηκαν προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. όσο και από τους ίδιους τους φορολογούμενους, οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει καμία ειδοποίηση για τα ποσά των αναδρομικών και η εκκαθάριση έγινε ερήμην τους. Αν τα παραπάνω ισχύουν, τότε θα πρέπει να παρθούν άμεσα συγκεκριμένα μέτρα, με δεδομένη και την αντίδραση της Ομοσπονδίας Εφοριακών (ΠΟΕ-Δ.Ο.Υ.), η οποία με δελτίο τύπου είχε εγκαίρως ενημερώσει την διοίκηση της ΑΑΔΕ, ότι δεν θα δεχθεί να μετακυλήσουν στους εργαζόμενους τις τεράστιες ευθύνες της ηγεσίας για την παραγραφή χιλιάδων υποθέσεων, τονίζοντας ιδιαίτερα, ότι δεν θα γίνουν εξιλαστήρια θύματα και ότι επιφυλάσσονται παντός νόμιμου δικαιώματός τους. Οι δε υπάλληλοι των Δ.Ο.Υ., κάνοντας χρήση του άρθρου 25 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα εξέφρασαν εγγράφως την αντίθετη γνώμη τους και, ως όφειλαν, ακολούθησαν τις οδηγίες της Διοίκησης σχετικά με την εκκαθάριση των συγκεκριμένων δηλώσεων.
ΕΠΕΙΔΗ η κυβέρνηση έχει ήδη αναγνωρίσει το λάθος της φορολογικής διοίκησης και έχει δεσμευθεί για νομοθετική ρύθμιση,
ΕΠΕΙΔΗ είναι απαράδεκτο και για τους πολίτες και για τους εργαζόμενους στην ΑΑΔΕ να καθυστερεί τόσο πολύ η επίλυση ενός προβλήματος, που η ίδια η φορολογική διοίκηση προκάλεσε καταστρατηγώντας τις αρχές της χρηστής διοίκησης,
ΕΠΕΙΔΗ όπως αναφέρει το έμπειρο στέλεχος της φορολογικής διοίκησης και πρώην βουλευτής της Ν.Δ. Απόστολος Κωστόπουλος σε ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης: “Στο φορολογικό έτος 2013 η φορολογούσα αρχή αυθαίρετα, καταχρηστικά και παρανόμως, με οίκοθεν τροποποιητική δήλωση, χωρίς τη συναίνεση του φορολογουμένου, πρόσθεσε στη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη ποσά αναδρομικών που αφορούσαν τα έτη 2010, 2011, 2012 για τα οποία η αξίωση του Δημοσίου είχε παραγραφεί 31/12/2016, 31/12/2017, 31/12/2018 αντίστοιχα και επί πλέον δε φορολόγησε αυτά με την κλίμακα του 2013 που ήταν δυσμενέστερη των προηγουμένων.”
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
1. Το Υπουργείο θεωρεί ότι υπάρχει ή όχι θέμα παραγραφής για αυτές τις υποθέσεις;
2. Προτίθεται να προωθήσει τη συνεργασία μεταξύ φορολογικής διοίκησης και ασφαλιστικών ταμείων ώστε μέσω διασταυρώσεων των αρχείων που διαθέτουν να προχωρήσουν σε διορθώσεις;
3. Για ποιον λόγο υπήρξε τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην επεξεργασία των στοιχείων, που ως φαίνεται είχαν αποσταλεί εμπρόθεσμα από τα ασφαλιστικά ταμεία;
4. Πότε και με ποιον ακριβώς τρόπο σκοπεύει να αποκαταστήσει τη ζημία που έχει προκληθεί;